-
1 ἐπιπέτομαι
A- πτήσομαι Hdt.7.15
: [tense] aor. ἐπεπτάμην or - όμην (v. infr.); later, also in act. form ἐπέπτην, part.ἐπιπτάς AP11.407
(Nicarch.), Alciphr.3.59, Porph.Abst.1.25:— fly to or towards, καθ'ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Il.4.126
;οἱ.. ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις 13.821
;ἐ. σοὶ τωὐτὸ ὄνειρον Hdt.7.15
;ᾗ 'πέπτετο Ar.Av.48
; ἀετὸς ἐπιπτόμενοςαἴσιος X.Cyr.2.4.19
.2. c.acc., fly over, (lyr.);γῆν καὶ θάλατταν Ar.Av. 118
;ἐ. ἀρούραις Ael.NA17.16
: metaph., καινὰ καὶ θάυμαστὰ ἐ. fly over to, run eagerly after, Ar.Av. 1471 (lyr.); ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥσπερ ἐπιπτόμενοι flitting from one to another, Pl.R. 365a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπέτομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский